Είναι εξειδικευμένες εξετάσεις που χρησιμοποιούνται για να μετρηθούν τα επίπεδα των ορμονών στο αίμα και να αξιολογηθεί η λειτουργία διάφορων ενδοκρινικών αδένων (όπως ο θυρεοειδής, τα επινεφρίδια, οι ωοθήκες, οι όρχεις κ.λπ.). Οι ορμόνες παίζουν καθοριστικό ρόλο σε πολλές βασικές σωματικές λειτουργίες, όπως ο μεταβολισμός, η αναπαραγωγή, το άγχος, η ανάπτυξη και η διάθεση.
✅ Κύριες κατηγορίες ορμονικών εξετάσεων:
1. Ορμονικές εξετάσεις για τον θυρεοειδή
- TSH (Θυροτροπίνη): Ρυθμίζει την έκκριση θυρεοειδικών ορμονών (T3 και T4). Η πιο συνηθισμένη εξέταση για τη διάγνωση υποθυρεοειδισμού ή υπερθυρεοειδισμού.
- T3 (Τριιωδοθυρονίνη) και T4 (Θυροξίνη): Ορμόνες που παράγονται από τον θυρεοειδή αδένα και ρυθμίζουν το μεταβολισμό.
- FT4 (ελεύθερη θυροξίνη)
- FT3 (ελεύθερη τριιωδοθυρονίνη)
- Anti-TPO (Αντιθυρεοειδική υπεροξειδάση): Αντισώματα που συχνά είναι αυξημένα σε αυτοάνοσες παθήσεις του θυρεοειδούς, όπως η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο.
- Anti-Tg (Αντιθυρεοσφαιρίνη): Αντισώματα που συχνά παρατηρούνται σε αυτοάνοσες παθήσεις του θυρεοειδούς.
2. Ορμονικές εξετάσεις για το αναπαραγωγικό σύστημα
· FSH (Ωοθυλακιοτρόπος ορμόνης): Σχετίζεται με την αναπαραγωγή και τη λειτουργία των ωοθηκών στους γυναίκες και των όρχεων στους άνδρες.
- LH (Ωχρινοτρόπος ορμόνη): Συνεργάζεται με το FSH για την ωορρηξία στις γυναίκες και τη σπερματογένεση στους άνδρες.
- Προλακτίνη: Επηρεάζει τη γαλουχία και μπορεί να αυξηθεί σε περιπτώσεις προβλημάτων στην υπόφυση ή άλλες διαταραχές.
- Οιστρογόνα (E2): Σημαντική για την ωορρηξία στις γυναίκες και για την ανάπτυξη των γυναικείων γεννητικών οργάνων και δευτερευόντων χαρακτηριστικών.
- Προγεστερόνη: Ορμόνη που παράγεται μετά την ωορρηξία και είναι σημαντική για την υποστήριξη της εγκυμοσύνης.
- Τεστοστερόνη: Η κύρια ανδρική ορμόνη, αλλά παράγεται και στις γυναίκες σε μικρές ποσότητες.
- AMH (Αντι-Μυελική Ορμόνη): Σχετίζεται με την ωοθηκική αποθεματική ικανότητα και την αναπαραγωγική υγεία, ειδικά σε περιπτώσεις εξωσωματικής γονιμοποίησης.
3. Ορμονικές εξετάσεις για τα επινεφρίδια
- Κορτιζόλη: Η κορτιζόλη είναι η ορμόνη του άγχους και επηρεάζει την αντίδραση του σώματος στο άγχος, τη φλεγμονή και το μεταβολισμό.
- Αldosterone (Αλδοστερόνη): Ρυθμίζει την ισορροπία του νατρίου και του καλίου στο σώμα.
- DHEA (Δεϋδροεπιανδροστερόνη): Συσχετίζεται με τη σύνθεση των ανδρογόνων και είναι χρήσιμη στη διάγνωση διαταραχών των επινεφριδίων.
4. Ορμονικές εξετάσεις για το μεταβολισμό και το σάκχαρο
- Ινσουλίνη: Ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας και ρυθμίζει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα.
- C-Peptide: Χρησιμοποιείται για να αξιολογηθεί η έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας και να διακρίνει τύπους διαβήτη.
- Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c): Αντιπροσωπεύει τα μέση επίπεδα σακχάρου στο αίμα τα τελευταία 2-3 μήνες, χρησιμοποιείται για τη διάγνωση και παρακολούθηση του διαβήτη.
5. Ορμονικές εξετάσεις για την υποστήριξη της διάγνωσης διαταραχών του μεταβολισμού
- Leptin (Λεπτίνη): Σχετίζεται με την όρεξη και το σωματικό βάρος, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκτιμήσει αν υπάρχει διαταραχή στη ρύθμιση του βάρους.
- Adiponectin: Επηρεάζει την αντίσταση στην ινσουλίνη και το μεταβολισμό των λιπών.
- PTH (παραθορμόνη) – ρυθμίζει ασβέστιο και φώσφορο
🩺 Πότε συνιστώνται οι ορμονικές εξετάσεις:
- Αλλαγές στην εμμηνορρυσία: Ακανόνιστοι κύκλοι, διαταραχές γονιμότητας ή συμπτώματα εμμηνόπαυσης.
- Υπογονιμότητα: Εξετάσεις για την αξιολόγηση της αναπαραγωγικής υγείας.
- Αντίσταση στην ινσουλίνη ή διαβήτης: Παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης και ινσουλίνης.
- Υπερβολικό ή ανεξήγητο βάρος: Αξιολόγηση μεταβολικών ή ενδοκρινολογικών διαταραχών.
- Εκδηλώσεις από το δέρμα, τις τρίχες ή τη διάθεση: Πιθανές ενδείξεις ανισορροπίας ορμονών ( Ακμή , τριχοφυΐα )
- Προβλήματα με τον θυρεοειδή: Υποθυρεοειδισμός ή υπερθυρεοειδισμός.
- Προβλήματα με το άγχος ή την πίεση: Εξετάσεις για την κορτιζόλη ή τις άλλες ορμόνες που σχετίζονται με το άγχος.
⚠️ Ερμηνεία αποτελεσμάτων:
- Η ερμηνεία των ορμονικών εξετάσεων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, η φάση του κύκλου ή η χρήση φαρμάκων.
- Υψηλά ή χαμηλά επίπεδα μιας ορμόνης μπορεί να δείχνουν διαταραχή στον αντίστοιχο ενδοκρινικό αδένα ή να είναι αποτέλεσμα άλλων παραγόντων, όπως φαρμακευτική αγωγή, παθήσεις ή αγχώδη κατάσταση.